-
1 παράγω
A- ξω Phld.Rh.1.19
S.: [tense] pf.παραγέωχα PTeb.5.198
(ii B. C.),παραγείοχα Stud.Pal.22.3
(ii A. D.):— lead by or past a place, c. acc. loci, Hdt.4.158, cf. 9.47; πάραγε πτέρυγας fly past, E. Ion 166 (lyr.);π. θριάμβους App.Mith. 117
, cf. BC2.101; of a person,ἐν θριάμβῳ παράγεσθαι Plu.Caes.55
.2 in Tactics, march the men up from the side, bring them from column into line,π. τοὺς ἐπὶ κέρως πορευομένους.. εἰς μέτωπον X.HG7.5.22
, cf. Cyr.2.3.21, An.4.6.6; τὰς [τάξεις] εἰς τὰ πλάγια ib.3.4.14; ἔξωθεν τῶν κεράτων ib.3.4.21.3 bring round or forward,ἀγκῶνα παρὰ τὸ στῆθος Hp.Art.2
, cf. 74; twist round or out of place, Alex.Aphr.in Sens.16.19.4 π. ὑπόχυμα couch a cataract, Gal.Thras.23.II lead aside from the way, mislead,ἔννυχοι πάραγον κοῖται Pi.P.11.25
;σοφία παράγοισα μύθοις Id.N.7.23
;π. τινὰεἰς ἀρκύστατα A.Pers.99
codd. (lyr.);π. ψεύδεσι Pl.R. 383a
;φενακίζειν καὶ π. D.22.34
, cf. PMagd.12.7 (iii B. C.), PCair.Zen.289.20 (iii B. C.):—[voice] Pass.,φόβῳ παρηγόμην S.OT 974
;λόγοις παράγεσθαι Th.1.91
; ἀπάτῃ π. ὑπό τινων ib.34;νέοις παραχθείς E.Supp. 232
.2 divert from one's course, influence,Μοίρας Hdt.1.91
: c. acc. pers. et gen. rei, divert from, [τινὰ] τοῦ τῆς ῥητορικῆς τέλους Phld.l.c.; induce, lead to or into a thing, : mostly in bad sense, π. ἐς ἀμπλακίην, ἐς ἀναιδείην, Thgn.404, Archil.78:—[voice] Pass., to be influenced, persuaded, , cf. Lg. 885b, Th.2.64;λόγῳ παραχθέντες X.Mem.4.8.5
: c. inf., .3 of things, lead aside: hence, wrest, π. τοὺς νόμους ἐπί τι pervert the laws to this end, Pl.R. 550d, cf. Is.11.36;οἱ θεοὶ τῶν πονηρῶν ἀνθρώπων τὴν διάνοιαν π. Lycurg.92
;π. τὴν ἀλήθειαν Philostr.Ep.35
:—[voice] Pass., τὰ γράμματα παρῆκται, from age, Paus.6.19.5.5 change slightly, of letters in the derivation of words, Pl.Cra. 398c, 398d, 400c, Plu.2.354c: freq. in Gramm. in [voice] Pass., to be derived, ἀπό .. Demetr.Lac.Herc.1014.58, D.T.641.4, A.D.Pron.34.25; ἐκ .. Id.Synt.111.2; παρά c. acc., Id.Adv.146.10: c. gen., τὸ μελιτηρὸν τοῦ τηρεῖν [παραχθέν] Id.Pron.30.17: generally, to be formed,διὰ τοῦ θεν Id.Adv.184.12
;τὴν κτητικὴν διὰ τῆς οι π. Id.Pron.109.6
; to be inflected, ἀντωνυμίαι ὡς ὀνόματα εἰς τὰ γένη καὶ τὰς πτώσεις π. ib.111.2, cf. Synt.110.8; ὁ ἀνδριὰς οὐ λέγεται ξύλον, ἀλλὰ παράγεται ξύλινος is called by a modification, Arist.Metaph. 1033a17.III bring and set beside others, bring forward, introduce,ἐς μέσον Hdt.3.129
;εἰς τὸ μέσον Pl. Lg. 713b
; ; π. εἰς τὸν δῆμον bring before the people, Lys.13.32, cf. Th.5.45; εἰς τὸ δικαστήριον before the court, D.26.17;παραχθῆναι τὴν γραφήν Antipho 2.3.6
; also, bring forward as a witness, etc.,τὸν ἥκοντα παρήγαγον D.18.170
:—[voice] Med.,μάρτυρα παραγόμενος Pl.Lg. 836c
.b introduce on the stage, bring in, Ath. 3.117d, 6.230b, al., D.L.2.28, prob. in Anon. de Com.(CGF p.7);οἵους οἱ κωμῳδοδιδάσκαλοι π. ἀγροίκους Arist.EE 1230b19
: hence, represent, portray,τοξότας αὐτοὺς παρήγαγον Corn.ND32
, cf. 14 ([voice] Pass.).c produce, deliver,ἐπὶ τὰ χώματα καλαμείαν PTeb.5.198
(ii B. C.), cf. 92.8 (ii B. C., [voice] Pass.).2 bring in, with a notion of secrecy,ἄνδρας π. ἔσω Hdt.5.20
:—[voice] Pass., come in stealthily, slip in,π. γὰρ ἐνέρων δολιόπους ἀρωγὸς εἴσω στέγας S.El. 1391
(lyr.); of things,τὸ ὕδωρ ὀρύγμασι καὶ τάφροις εἰς τὸ πεδίον π. Plu.Cam.4
.IV carry on, protract,τὴν πρᾶξιν D.S.18.65
; π. τὸν χρόνον pass it, Plu. Agis13, etc.; v. infr. B. III.VI produce, create, Plot.6.8.20, etc.; τὸ παράγον, opp. τὸ παραγόμενον, Procl.Inst.7, cf. Dam.Pr.32, etc.:—[voice] Pass.,ἀπὸ τῶν ἀτελεστέρων τελειότερα παράγεται Iamb.Myst.3.22
, cf. Gp.9.1.1.B intr., pass by, pass on one's way, X.Cyr.5.4.44, Euphro 10.15, Plb.5.18.4, etc.; ([place name] Phanagoria): also c. acc., pass by,μνήματα Lyr.Alex.Adesp.37.25
;κώμην PTeb.17.4
(ii B. C.).II pass along the coast, Plb.4.44.3; simply, go,εἴσω πάραγε Men.Epit. 188
, cf. 194, Sam.80, Pk. 275. -
2 μεταλλακτέον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεταλλακτέον
-
3 ἀγχίστροφος
ἀγχί-στροφος, ον,2 quick-changing, changeable,ἀγχίστροφα βουλεύεσθαι Hdt.7.13
; ἀ. μεταβολή sudden change, Th.2.53;ἀστάθμητον πρᾶγμα εὐτυχία καὶ ἀ. D.H.4.23
:—Rhet., τὸ ἀ. rapidity of transition, Longin. 27.3; ἁρμονία ἀ. περὶ τὰς πτώσεις a style flexible in the use of the cases, D.H.Comp.22. Adv.- φως Longin.22.1
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγχίστροφος
-
4 κλῆσις
3 invitation to a feast, Id.Smp.1.7;εἰς τὸ πρυτανεῖον D.19.32
;κλήσεις δείπνων Plu.Per.7
, cf. Parmenisc. ap. Ath. 4.156d.II name, appellation, Pl.Plt. 262d, 287e, Dsc.1.42;τοὺς θεοὺς εἶναι κ. ἱεράς Cleanth.Stoic.1.123
;Φιλησίη τὴν κ.
by name,IG
14.2067; reputation, Phld.Rh.2.46 S.III Gramm., αἱ κ. τῶν ὀνομάτων the nominatives, opp. αἱ πτώσεις (the oblique cases), Arist.APr. 48b41; ἔχειν θηλείας ἢ ἄρρενος κλῆσιν the nominative form of.., Id.SE 173b40, cf. 182a18.------------------------------------ -
5 κλιτέον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κλιτέον
См. также в других словарях:
κλίνω — (AM κλίνω, Α αιολ. τ. κλίννω) 1. (μτβ.) κάνω κάποιον ή κάτι να στραφεί ή να γείρει πλάγια ή προς τα κάτω, τό γέρνω, τό πλαγιάζω ή λυγίζω, κάμπτω κάτι (α. «ο δυνατός άνεμος έκλινε τους κορμούς τών δέντρων» β. «ἐπὴν κλίνῃσι τάλαντα Ζεύς» όταν ο… … Dictionary of Greek
ο — (I) ) ὅ (Α) (αρσ. τής αναφ. αντων., αντί ὅς) βλ. ος, η, ο. (II) ὅ (Α) (ουδ. τής αναφ. αντων.) βλ. ος, η, ο. (III) ὄ ὄ ὄ (Α) σχετλιαστικό επιφώνημα. η, το (ΑΜ ὁ, ἡ τό, Α δωρ. τ. θηλ. ἁ) Ι. ΚΛΙΣΗ: Α (στον εν.) 1. (γεν. τού, τής, τού (τοῡ, τῆς, τοῡ) … Dictionary of Greek
ευθύνη — (Νομ.). Ο όρος σημαίνει τη κατάσταση στην οποία βρίσκεται ένα άτομο που παραβίασε μια συμβατική υποχρέωση ή προκάλεσε ζημία με κάποια πράξη ή παράλειψή του αντίθετη είτε στον νόμο είτε στα ιδιαίτερα καθήκοντά του. Η έννοια της ε. έχει διάφορες… … Dictionary of Greek
πλάγιος — α, ο / πλάγιος, ία, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος Α 1. αυτός που εμφανίζει κλίση σε σχέση με κάποιον ή κάτι άλλο ή αυτός που παρουσιάζει λοξή απόκλιση ή κατεύθυνση, ο πλαγιαστός, ο λοξός (α. «πλάγιο επίπεδο» β. «πλάγι ἐστὶ τἆλλα, τοῡτο δ ὀρθὸν θηρίον»,… … Dictionary of Greek
Liste der griechischen Vornamen — Dies ist eine Liste heute gebräuchlicher griechischer Vornamen. Inhaltsverzeichnis 1 Herkunft griechischer Vornamen 2 Kurz und Kosenamen 2.1 Bildung der Kurznamen 2.2 Koseformen 2.3 Kurzformen der Koseformen … Deutsch Wikipedia
Liste griechischer Vornamen — Dies ist eine Liste heute gebräuchlicher griechischer Vornamen. Inhaltsverzeichnis 1 Herkunft griechischer Vornamen 2 Kurz und Kosenamen 2.1 Bildung der Kurznamen 2.2 Koseformen … Deutsch Wikipedia
ος — (I) η, ο (ΑΜ ὅς, ἥ, ὅ, Α αρσ. και ὃ) (αναφ. αντων.) 1. ο οποίος (α. «ο περί ου ο λόγος» αυτός για τον οποίο μιλάμε β. «φίλον θάλος, ὃν τέκον αὐτή», Ομ. Ιλ.) 2. φρ. α) «καθ ο», «καθ α» και, με συντμ., «καθό», «καθά» i) λόγω τού ότι ii) ακριβώς… … Dictionary of Greek
παρομοίωση — η / παρομοίωσις, ΝΜΑ [παρομοιώ] 1. σχήμα λόγου κατά το οποίο γίνεται παραλληλισμός ή σύγκριση ενός πράγματος με άλλο, με παρεμβολή τών λέξεων ὡς, σάν, ωσάν, όπως, καθώς κ.ά. (α. «ὡσάν επὶ τήν άπειρον / θάλασσαν τών ονείρων / ψυχαί νεκρών… … Dictionary of Greek
πτυχή — η, ΝΜΑ, και ποιητ. τ. πτύξ, πτυχός, Α 1. καθεμιά από τις αναδιπλώσεις επιφάνειας που έχει διπλωθεί ή ζαρώσει, και ιδίως υφάσματος, δίπλα, πτύχωση (α. «οι πτυχές τής κουρτίνας» β. «ῥαγέντων χλανιδίων ὑπὸ πτυχὰς ἔφαινε μηρόν», Χαιρήμ. γ. «δάκρυσι… … Dictionary of Greek